- ἀποματαΐζω
- ἀπομᾰτᾰΐζω,A behave idly or unseemly, euphem. for ἀποπέρδω, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποματαΐζω — ἀποματαΐζω (Α) [ματαΐζω] 1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια 2. πέρδομαι … Dictionary of Greek
ἀποματαίσαι — ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω behave idly aor inf act ἀποματαΐσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισε — ἀπεματάϊσε , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισεν — ἀπεματάϊσεν , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)